χερσῶν

χερσῶν
χερσόω
make into dry land
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
χερσόω
make into dry land
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
χερσόω
make into dry land
pres part act masc nom sg
χερσόω
make into dry land
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Cherson (theme) — Χερσῶν, θέμα Χερσῶνος (τὰ Κλίματα) Theme of Cherson (Klimata) Theme of the Byzantine Empire …   Wikipedia

  • Корсунь — ж., др. русск. Корсунь – город на месте соврем. Севастополя. Отсюда получили название: 1) Корсунь близ Канева, 2) Корсунь в бывш. Симб. губ. Название города в Крыму восходит через тюрк. гармонию гласных к греч. Χερσών, ῶνος (Конст. Багр.), в… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Херсон — город на юге Украины, основанный в 1778 г. Потемкиным и названный в память о древнем Херсонесе (на западе Крыма), который носил название ст. слав. Херъсонъ Χερσών (Супр.); см. Унбегаун, RЕS 16, 219, 225; Эльи 191. См. Корсунь …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Херсонес Таврический — (Χερσόνησος ά ποτί τάν Ταυρικάν). История. Χ. в позднейшем (не раньше III в. по Р. Хр.) словоупотреблении Херсон (Χέρσων, откуда Корсунь) основан был Гераклеей Понтийской, черноморской колонией Мегары. К какому времени относится это основание,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Chersonesus Taurica — Χερσόνησος St Vladimir s Cathedral overlooks the extensive excavations of Chersonesus. Alternate name Корсунь Location Gagarin Raion, Sevastopol …   Wikipedia

  • σκροφουλαριίδες — (Scrophulariaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών τα περισσότερα από τα οποία είναι ποώδη. Βρίσκονται στους τροπικούς έως τις εύκρατες περιοχές, αλλά τα περισσότερα είδη, γύρω στις 3000, ευδοκιμούν στις ορεινές ζώνες με κλίμα εύκρατο αλλά ψυχρό …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”